- πολύδρομος
- πολύ-δρομος, ον,A much-wandering or rapid,
φυγά A.Supp.737
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυγά A.Supp.737
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύδρομος — ον, Α 1. αυτός που τρέχει, δρομαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δρόμος (πρβλ. τανύ δρομος)] … Dictionary of Greek
πολυδρόμου — πολύδρομος much wandering masc/fem/neut gen sg πολυδρόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek